Επιλογή Σελίδας

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΝΤΖΟΣ* - Οι εκδόσεις Καπόν, σταθερά προσηλωμένες στις ποιοτικές εκδοτικές δημιουργίες, παρουσίασαν πρόσφατα το νέο βιβλίο του Δημήτρη Πλάντζου, «Η τέχνη της ζωγραφικής στον αρχαιοελληνικό κόσμο». Πρόκειται για μια νέα ματιά στον κόσμο της αρχαιοελληνικής ζωγραφικής, ένας τόμος, ο οποίος, όπως σημείωσε ο Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Παν/μιο Αθηνών Πάνος Βαλαβάνης, εκ των ομιλητών της παρουσίασης του βιβλίου στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, έχει «ιδιαίτερη σημασία, καθώς αναφέρεται σε ένα θέμα που πολύ σπάνια ξεφεύγει από το ενδιαφέρον των ειδικών ερευνητών και απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό. Πρόκειται για ένα βιβλίο που με το κείμενο, την εικονογράφηση και την εκδοτική επιμέλεια τιμά την ελληνική αρχαιολογική βιβλιογραφία».  «Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Πλάντζου έρχεται να συμπληρώσει ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της τέχνης, που αφορά τις απαρχές ίσως του πιο σημαντικού μέσου καλλιτεχνικής έκφρασης. Το βιβλίο, με την ποιοτική σφραγίδα των εκδόσεων Καπόν, μας παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, η οποία περιλαμβάνει την ιστορία της από το 1700 π.Χ. ως και το τέλος του 3ου αι. μ.Χ.» σχολίασε η Μελίτα Εμμανουήλ, Ομότιμη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης (ΕΜΠ), ομιλήτρια της παρουσίασης.

Ο ίδιος ο συγγραφέας σκιαγράφησε, θέτοντας ερωτήματα, τον πυρήνα και τους άξονες ανάπτυξης του έργου. «Τι είναι αυτό που βλέπει ο θεατής του 5ου, του 4ου, του 3ου και του 2ου αιώνα π.Χ. σε μια τοιχογραφία ή σε έναν πίνακα ζωγραφικής; Πώς λειτουργεί η εικόνα; Και γιατί από τα τέλη της Αρχαϊκής εποχής και μετά η αληθοφάνεια καθίσταται τόσο σημαντική για τους Έλληνες θεατές, είτε πρόκειται για φιλοσόφους είτε για καθημερινούς ανθρώπους; Γιατί οι Ρωμαίοι αγάπησαν τόσο πολύ το αισθητικό σύμπαν των Ελλήνων;»

Και συνέχισε λέγοντας «Στο βιβλίο προσπάθησα να συνδυάσω δύο κατά κανόνα διακριτές προσεγγίσεις, τόσο στο αισθητικό όσο και στο πολιτισμικό φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής. Από τη μία τη συστηματική επισκόπηση των λίγων καταλοίπων από τους πίνακες και τις τοιχογραφίες της αρχαίας Ελλάδας, σε αντιπαραβολή και συχνά σε αντιδιαστολή με τις γραπτές φιλολογικές μαρτυρίες από την αρχαιότητα. Και από την άλλη μια λιγότερο παραδοσιακή και περισσότερο αναλυτική προσέγγιση».

Το βιβλίο του Δημήτρη Πλάντζου, διαρθρωμένο σε οκτώ κεφάλαια καλύπτει τις σημαντικότερες περιόδους της ελληνικής ζωγραφικής, από τους προϊστορικούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους, εστιάζοντας σε λιγότερο ή περισσότερο γνωστά έργα, καθώς και στο έργο των σημαντικότερων ζωγράφων της αρχαιότητας. Η διάρθρωση των κεφαλαίων έχει ως εξής:

  1. Η μελέτη της αρχαιοελληνικής ζωγραφικής
  2. Οι λησμονημένοι πρόδρομοι: η μνημειακή ζωγραφική στο Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού
  3. Πρώιμη ελληνική ζωγραφική
  4. Ο 5ος αιώνας: τετραχρωμία και σκιαγραφία
  5. Το ελληνικό βλέμμα
  6. Ύστερη κλασική και πρώιμη ελληνιστική περίοδος
  7. Η ελληνιστική ζωγραφική μετά τον Αλέξανδρο
  8. Η ζωγραφική στον ελληνορωμαϊκό κόσμο

Στην εισαγωγή, η μελέτη παρουσιάζει συνοπτικά τα υλικά και τις μεθόδους της αρχαίας ζωγραφικής, ενώ παράλληλα αναλύει τις σύγχρονες τεχνικές και θεωρητικές ερευνητικές μεθόδους.

Στο πρώτο κεφάλαιο, «Η μελέτη της αρχαιοελληνικής ζωγραφικής», με τη βοήθεια των αρχαίων φιλολογικών πηγών –από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα στον Κικέρωνα, τον Πλίνιο, τον Λουκιανό και τον Φιλόστρατο– ο συγγραφέας αναλύει εικονογραφικές και τεχνοτροπικές τάσεις της αρχαίας ζωγραφικής, τεχνικές και υλικά, τους μηχανισμούς της οπτικής αναπαράστασης, επανεξετάζοντας παράλληλα και τις απόψεις της σύγχρονης έρευνας, με συχνές αναφορές στην ιστορία της τέχνης, την ανθρωπολογία, την ψυχανάλυση, και τις πολιτισμικές σπουδές.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, «Οι λησμονημένοι πρόδρομοι: η μνημειακή ζωγραφική στο Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού», και με εφαλτήριο τη  ζωγραφική τέχνη στο προϊστορικό Αιγαίο (Κυκλάδες, Κρήτη, Θήρα, Μυκηναϊκή Ελλάδα), επιτυγχάνεται η, φυσική θα λέγαμε, αφόρμηση προκειμένου ο αναγνώστης να μεταβεί από τη ζωγραφική της Προϊστορίας στον κόσμο της ελληνικής τέχνης των ιστορικών χρόνων.

Στο τρίτο κεφάλαιο, «Πρώιμη ελληνική ζωγραφική», ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την ανάδυση, μετά από τους πρώτες αιώνες της Εποχής του Σιδήρου, την άνθηση της πρώτης ελληνικής εικαστικής δημιουργίας. Πρώιμα έργα και καλλιτέχνες, ζωγραφικές παραστάσεις σε αγγεία της αρχαϊκής εποχής, ζωγραφισμένα αρχιτεκτονικά μέλη πρώιμων ναών (Θέρμο Αιτωλίας), αλλά και ζωγραφικά έργα στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, φανερά επηρεασμένα από το ελληνικό αισθητικό κριτήριο της εποχής, συνθέτουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για το πρώτο φανέρωμα της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, «Ο 5ος αιώνας: τετραχρωμία και σκιαγραφία», ο συγγραφέας μάς οδηγεί σε έναν από τους βασικούς άξονες του βιβλίου του, στις μεγάλες κατακτήσεις της ζωγραφικής τέχνης κατά τον κλασικό 5o αιώνα, όταν επινοήσεις, τεχνικές, αισθητικές αντιλήψεις και προκλήσεις, αλλά βέβαια και σπουδαίοι καλλιτέχνες, θεμελιώνουν τα ιδεολογικά, αισθητικά και ψυχολογικά κριτήρια του ωραίου στο πεδίο της οπτικής αναπαράστασης.

 

Στο πέμπτο κεφάλαιο, «Το ελληνικό βλέμμα», ο συγγραφέας στέκεται σε ζήτημα που κεντρίζει ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον του – σίγουρα και των αναγνωστών – και στο οποίο υπαινικτικά αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, όταν αφιερώνοντας  το παρόν πόνημα στον δάσκαλό του Sir Sohn Boardan, μοιάζει να του το προσφέρει ως αντίδωρο μια και εκείνος πρώτος του είχε διδάξει τι είναι μια «ιστορία του βλέμματος»… Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας μάς εισαγάγει ακριβώς στο πιο ευαίσθητο ίσως σημείο της οπτικής αναπαράστασης, δηλαδή του ρόλου που πλέον διαδραματίζει από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και μετά η ματιά του παρατηρητή και πως ουσιαστικά όχι μόνο η ζωγραφική αλλά και άλλες τέχνες, της αρχιτεκτονικής μη εξαιρούμενης, «υποτάσσονται» εν τέλει στο «μάτι» του παρατηρητή-επισκέπτη, ώστε μείζονες εικαστικές συνθέσεις να μορφοποιούνται με αντίληψη σκηνογραφική, φθάνοντας – ίσως και ξεπερνώντας – τα σύνορα της οπτικοποίησης του χώρου, πραγματικού ή αναπαραστατικού. Φαίνεται ότι πλέον ο παρατηρητής είναι εκείνος που έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Στο έκτο κεφάλαιο, «Ύστερη κλασική και πρώιμη ελληνιστική περίοδος», η μακεδονική εξάπλωση προσφέρει το απαραίτητο όχημα για να καταστεί η ελληνική ζωγραφική μια τέχνη και αυτή «παγκόσμια», με την αληθοφάνεια της αναπαράστασης να συνεχίζει να θέτει τους κανόνες ύπαρξης της τέχνης στο μυαλό των ανθρώπων της όψιμης κλασικής εποχής. Η αληθοφάνεια είναι πλέον η πρώτη αρετή κάθε αναγνωρισμένου και δημοφιλούς ζωγράφου. Πλάγιος φωτισμός και πλήθος τεχνικών έρχονται να υπηρετήσουν αυτή τη φιλοδοξία τόσο του καλλιτέχνη όσο και του θεατή. Είναι η εποχή του θριάμβου της ψευδαίσθησης του τρισδιάστατου χώρου.

 

 

Στο έβδομο κεφάλαιο, «Η ελληνιστική ζωγραφική μετά τον Αλέξανδρο», γίνεται επισκόπηση της ελληνικής ζωγραφικής της «παρακμής», σε μια εποχή που απουσιάζουν οι σημαντικές καινοτομίες, ενώ οι ζωγράφοι μοιάζουν να αρκούνται στα επιτεύγματα των προδρόμων τους της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Παρόλα αυτά το υλικό που έχει διασωθεί είναι πλούσιο (ταφικά μνημεία, επιτύμβιες στήλες, ζωγραφισμένα αγγεία, ψηφιδωτά), προσφέροντας πλήθος ζωγραφικών έργων.

Στο όγδοο και τελευταίο κεφάλαιο, «Η ζωγραφική στον ελληνορωμαϊκό κόσμο», παρακολουθούμε την πορεία της ελληνικής τέχνης και εκτός του κυρίως ελληνικού χώρου και εντός των νέων δεδομένων που θέτει η αναδυόμενη αγορά τέχνης. Λεηλατημένα ελληνικά έργα τέχνης ταξιδεύουν σε διάφορα σημεία του αχανούς ρωμαϊκού κράτους, υπηρετώντας τώρα και άλλους ρόλους, πολιτικής προπαγάνδας και τόνωσης του ηθικού των πολιτών. Στις πολυτελείς ρωμαϊκές επαύλεις φιλοτεχνούνται ζωγραφικές παραστάσεις με μυθολογικά θέματα ακολουθώντας τη ρωμαϊκή πρόσληψη της κλασικής ελληνικής αντίληψης και σκηνοθεσίας. Η σαγήνη του τοπίων και των οδυσσειακών παραστάσεων μοιάζουν να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα οδηγώντας το σε μια νέα αισθητική, αμιγώς «ρωμαϊκή».

Το κείμενο συνοδεύεται από εξαντλητική έγχρωμη εικονογράφηση, πλήρη βιβλιογραφία, και ευρετήριο.

Το βιβλίο έχει εκδοθεί και στην αγγλική γλώσσα.


* Ο Δημήτρης Πλάντζος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2018, Σελ. 360