Επιλογή Σελίδας

ΟΙΚΟΣ ΒΕΡΓΟΣ – Στο Ζάππειο, την 1η Ιουνίου 2022, δημοπρατήθηκαν από τον Οίκο Βέργο ιστορικά, φιλελληνικά και λαϊκά αντικείμενα. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν τα ακόλουθα:

Louis François Cassas (1756-1827)

Ο Παρθενώνας και στο βάθος το Θησείο

υπογεγραμμένο και χρονολογημένο κάτω δεξιά: L. F. Cassas 1787 υδατογραφία και μελάνι σε χαρτί, 43 x 61 cm (ομοιόμορφα οξειδωμένη κατά τόπους, συντηρημένη).

Σπάνια άποψη του Παρθενώνα, υπογεγραμμένη και χρονολογημένη από τον καλλιτέχνη. Ο L. F. Cassas ήταν μέλος της ομάδας των λογίων και καλλιτεχνών που συνόδευσαν τον Choiseul-Gouffier κατά την εγκατάστασή του σαν πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη. Επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αθήνα τον Αύγουστο του 1784, όταν το πλοίο που τους μετέφερε αγκυροβόλησε λόγω αντιθέτων ανέμων στη Μακρόνησο. Ο ενθουσιασμός του είναι αποτυπωμένος σε επιστολή που έγραψε λίγο αργότερα στον Desfriches: «Περάσαμε τη νύκτα σ’ ένα μικρό χωριό και την επομένη το απόγευμα φθάσαμε σ’ αυτήν την ξακουστή πόλη. Πορευόμενοι στις πλαγιές του Υμηττού τη διακρίναμε από πολύ μακριά. Ένιωθα σα μαγεμένος που διέτρεχα τόσο ωραία πράγματα και μου φαινόταν πως ζούσα σ’ ένα όνειρο ευρισκόμενος ανάμεσα στα μεγαλοπρεπή ερείπια των Αθηνών». Ο Cassas είναι ο μόνος Γάλλος ταξιδιώτης που άφησε ολοκληρωμένες συνθέσεις από την Αθήνα του τέλους του 18ου αιώνα. Στο έργο του η συμμετοχή της φαντασίας υποχωρεί για χάρη μια ακριβέστερης αποτύπωσης της πραγματικότητας. Για τον καλλιτέχνη και το έργο του βλ. Louis-François Cassas,1756-1827. Dessinateur-voyageur [κατ. έκθεσης], Mainz a. R., 1994.

Ο δωρικός ναός στο Καρδάκι της Κέρκυρας (π. 1830)

υδατογραφία σε χαρτί, 24 x 38 cm.

Ενδιαφέρουσα άποψη του ναού του Καρδακίου λίγα χρόνια μετά την ανακάλυψή του. Ο ναός βρέθηκε κατά τύχη το 1822 από Άγγλους μηχανικούς που εκτελούσαν εργασίες καθαρισμού της ομώνυμης πηγής. Το 1825 καταπλακώθηκε από κατολίσθηση και ανασκάφηκε εκ νέου.

Sandor Brodsky (1819-1901)

Η Πύλη των Λεόντων

υπογεγραμμένο κάτω στο μέσο: Brodsky S. υδατογραφία και μολύβι σε χαρτί, 24 x 31,5 cm.

Barend Cornelis Koekkoek (1803-1862)

Μάχη Ελλήνων και Τούρκων

υπογεγραμμένο κάτω αριστερά: B. C. Koek Κoek λάδι σε μουσαμά, 205 x 160 cm.

ΕΚΘΕΣΕΙΣ: Πολεμικό Μουσείο, 24 Ιουνίου 2019. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Αλέξανδρος Ιόλας με αγορά στο Παρίσι, π. 1948. Δωρεά του ανωτέρω στον σημερινό κάτοχο το 1987.

Ο γνωστός στην εποχή του και βραβευμένος Ολλανδός τοπιογράφος B. C. Koekkoek1 ζωγράφισε τη Μάχη Ελλήνων και Τούρκων σε μια μεγάλων διαστάσεων σύνθεση, όπου κυριαρχεί το βραχώδες τοπίο. Οι μορφές, σε μικρότερη κλίμακα, ζωντανεύουν τους ορεινούς όγκους και προϊδεάζουν τον θεατή για την επικείμενη σύγκρουση των δύο στρατών. Είναι η στιγμή που οι δύο έφιπποι πρωταγωνιστές συναντιούνται με το βλέμμα. Ο καβαλάρης στο λευκό άλογο υψώνει το σπαθί του αλλά έχει ήδη εισέλθει στο στενό πέρασμα, στην ενέδρα. Ο αντίπαλος έφιππος ξεπροβάλει καλπάζοντας στο μαύρο άλογό του από την κάτω δεξιά γωνία…

Η συνέχεια της σκηνής θα μπορούσε να αναζητηθεί στους στίχους του ποιήματος Ο Γκιαούρ, του φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα και στις σχετικές απεικονίσεις έφιππων μονομαχιών του Eugène Delacroix (1798-1863),Théodore Gericault (1791-1824), Antoine-Jean Gros (1771-1835), Horace Vernet (1789-1863), Alexandre-Marie Colin (1798-1875) και πολλών άλλων ζωγράφων του 19ου αιώνα που απεικόνισαν συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων επηρεασμένοι από την Επανάσταση στην Ελλάδα και φλογισμένοι από τους στίχους του Άγγλου ποιητή.

Ο «Βυρωνικός Ρομαντισμός» που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη οφείλεται, κυρίως, στους στίχους των ποιημάτων Ο Γκιαούρ, Η Νύφη της Αβύδου, Ο Κουρσάρος, Λάρα κ.ά. και ήταν αυτός που ευαισθητοποίησε το ευρωπαϊκό κοινό για τον ελληνικό αγώνα. Ο Βύρωνας εμπνεύστηκε το αφηγηματικό ποίημα Ο Γκιαούρ μετά την επιστροφή του από το πρώτο ταξίδι του στην Ανατολή (1809-1811), ταξίδι που συνήθιζαν οι ευπατρίδες της εποχής για την επιμόρφωσή τους, κατά αντιστοιχία του Grand Tour πριν τους ναπολεόντειους πολέμους. Το ποίημα εξιστορεί τη δολοφονία της μοιχαλίδας Λεϊλά, από τον σύζυγό της Χασάν, ο οποίος την έπνιξε αφού την έκλεισε σε σάκο, και την επακόλουθη εκδίκηση του Βενετού εραστή της Γκιαούρ. Με το ποίημα αυτό, ο Λόρδος Βύρωνας θέλησε να ξορκίσει ένα πραγματικό περιστατικό που βίωσε στον Πειραιά και τον στιγμάτισε.

Η επιρροή του έργου του Βύρωνα στην Ευρώπη έχει διατυπωθεί σε πληθώρα κειμένων και συνεδρίων. Ειδικότερα, για την υποδοχή του στις Κάτω Χώρες, όπου έζησε ο Koekkoek, έχουν πραγματοποιηθεί ενδελεχείς μελέτες ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Παρόλο που η πλειοψηφία των ποιημάτων του Βύρωνα διαβάζονταν στα γαλλικά ή τα γερμανικά, Ο Γκιαούρ είχε ήδη μεταφραστεί στα ολλανδικά το διάστημα 1830-1840, οπότε και η επίδραση του Άγγλου λυρικού ποιητή στις Κάτω Χώρες ήταν ιδιαίτερα έντονη. Τα ποιητικά έργα του Βύρωνα φαίνεται πως έφτασαν στην περιοχή τη δεκαετία του 1830 μέσω των γαλλικών μεταφράσεων, που είχαν προηγηθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γνωστότερες απεικονίσεις έφιππων μονομαχιών Γκιαούρ-Χασάν προέρχονται από τον Delacroix, ο οποίος ζωγράφισε διάφορες εκδοχές του θέματος. Στα έργα αυτά εικονίζεται η έφιππη μονομαχία των δύο πρωταγωνιστών σε μια δυναμική σύνθεση που ενισχύεται από την ορμητικότητα του χρώματος. Αξίζει να τονιστεί πως ένα ομότιτλο έργο του Delacroix παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1826 σε έκθεση στη γκαλερί Lebrun προς τιμή των Ελλήνων μετά τα γεγονότα στο Μεσολόγγι(Απρίλιος 1826). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει πως αυτό το βυρωνικό θέμα είχε συνδεθεί με την Ελληνική Επανάσταση και αποτελούσε μια αλληγορία του Αγώνα. Ο Delacroix παρακολουθούσε τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην άκρη της Ευρώπης, ειδικότερα μετά τη σφαγή της Χίου (1822), την οποία απεικόνισε στον ομώνυμο πίνακα (1824), ενώ ζωγράφισε έργα με σκηνές από την ελληνική επανάσταση. Ο Delacroix για την μορφοποίηση αυτών των σκηνών βασίστηκε, επίσης, στον ομότεχνό του Gericault, ο οποίος φημιζόταν για τους έφιππους πολεμιστές του και είχε επιμεληθεί την εικονογράφηση για την έκδοση των Ανατολίτικων παραμυθιών του Βύρωνα ανάμεσα στα οποία και Ο Γκιαούρ (1823). Σε λιθογραφία του Gericault που κυκλοφόρησε το 1820 εικονίζεται έφιππος ο Γκιαούρ , ενώ σε αυτή του 1823 εικονίζεται η τελική σκηνή του θανάτου του Χασάν με τον νικητή Γκιαούρ να στέκεται έφιππος δίπλα του. Η τελευταία λιθογραφία φαίνεται να άσκησε μεγάλη επιρροή στον Delacroix, όπως και το έργο Ο Γκιαούρ κοιτάει τον νεκρό Χασάν (1826) του Colin, φίλου και των δύο ζωγράφων.

Την ίδια εποχή, ο Koekkoek παρουσιάζει τη μάχη Ελλήνων και Τούρκων σε μια σύνθεση όπου κυριαρχεί το τοπίο. Ο Ολλανδός τοπιογράφος επιλέγει να αποδώσει όχι τη μάχη αυτή κάθε αυτή, όπως οι Γάλλοι ομότεχνοί του, αλλά τη στιγμή πριν ξεσπάσει η σύγκρουση. Με τον τρόπο αυτό αξιοποιεί τις γνώσεις και το ταλέντο του, αφού για τα τοπία του είχε λάβει σημαντικά βραβεία. Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία ήρθε μόλις το 1829, οπότε έλαβε Χρυσό μετάλλιο για το έργο Τοπίο με απειλητική καταιγίδα, το οποίο χαρακτηρίζεται για τη λεπτομερή και άρτια μελέτη της φύσης. Το στοιχείο αυτό εντοπίζεται και στη Μάχη Ελλήνων και Τούρκων με τους ογκώδεις βράχους να δεσπόζουν στο πρώτο πλάνο, ενώ στο βάθος κυριαρχεί ο ατμοσφαιρικός ουρανός. Ο Koekkoek συνήθιζε, άλλωστε, να ζωγραφίζει κατευθείαν στον καμβά χωρίς τη μεσολάβηση προκαταρκτικών σχεδίων πετυχαίνοντας έτσι μεγαλύτερη αμεσότητα και συναίσθημα. Το χρυσό φως που λούζει τη σύνθεση από το βάθος δίνει μια μεταφυσική διάσταση στο έργο, ενώ τονίζει το μανίκι και το ξίφος του κεντρικού καβαλάρη. Το ένθετο λευκό impasto που έχει τοποθετηθεί σε αυτά τα σημεία κάνει τον αναβάτη να λάμπει περιβαλλόμενος από ένα κύμα κόκκινων αποχρώσεων ζωντανεύοντας τη σύνθεση. Το σκοτάδι πίσω από τους βράχους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ανοιχτό ουρανό στο πάνω μέρος του πίνακα, ενισχύοντας την εντύπωση του επικείμενου κινδύνου, της ενέδρας. Το θέμα του έργου παραμένει, όμως, ακόμα ανοιχτό σε ερμηνείες. Ποια μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων απέδωσε ζωγραφικά ο Koekkoek; Θα μπορούσε να εικονίζεται η Μάχη στα Δερβενάκια (1822), όπως έχει προταθεί; Το βραχώδες τοπίο με το στενό πέρασμα ενισχύει αυτόν τον ισχυρισμό. Ωστόσο, το 1833 παρουσιάστηκε στην Παγκόσμια Έκθεση των Βρυξελλών ένα έργο του Fernand Marinus (1808-1890) με παρόμοιες διαστάσεις (205 x 165 εκ.), το οποίο είχε τίτλο Ο Χασάν αιφνιδιάζεται από τον Γκιαούρ. Ο Βέλγος τοπιογράφος τη χρονιά εκείνη δημιούργησε δύο σκηνές εμπνευσμένες από το ποίημα Ο Γκιαούρ του Βύρωνα εκπληκτικές σε σύλληψη και χρώμα. Το έργο του Marinus φέρει αρκετές συνθετικές ομοιότητες με το έργο του Koekkoek: ο έφιππος στο λευκό άλογο με την πεζή μορφή μπροστά από αυτό απαντώνται και στα δύο έργα, όπως επίσης και η μορφή στο μαύρο άλογο κάτω δεξιά. Η διαμόρφωση του τοπίου, του ουρανού, καθώς και οι αναλογίες της σύνθεσης είναι επίσης κοινά χαρακτηριστικά των δύο έργων. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται πως ο Koekkoek πιθανώς να απεικόνισε τη μάχη Γκιαούρ-Χασάν. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται όχι μόνο από το ρεύμα της εποχής προς τον «βυρωνικό ρομαντισμό» που προαναφέρθηκε αλλά και από μορφολογικά στοιχεία που παραπέμπουν στο ποίημα του Βύρωνα, όπως το χρώμα των δύο πρωταγωνιστικών αλόγων. Στο ποίημα του Βύρωνα αναφέρεται μόνο το χρώμα του αλόγου του Γκιαούρ (μαύρο), ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά στο χρώμα του αλόγου του Χασάν. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως άφησε ελεύθερη τη φαντασία των ζωγράφων να επιλέξουν το χρώμα με το οποίο θα απέδιδαν το άλογο του Χασάν. Στο ομοθεματικό έργο του Delacroix (εκδοχή του 1826), τα άλογα έχουν χρώμα καφέ και μαύρο. Αντιθέτως, στην εκδοχή του 1835 ο Delacroix έχει υιοθετήσει τημόδα της εποχής, η οποία ήθελε το άλογο του Χασάν λευκό. Ομοίως έχουν πράξει οι Colin (1826), Vernet (1826), Koekkoek (1833) και Marinus (1833). Η λεπτομέρεια αυτή αν συνδυαστεί με τις ενδυμασίες των μορφών και την περιγραφή της ενέδρας στο ποίημα του Βύρωνα συντελεί στην ταύτιση του έργου με τη σύγκρουση των δύο βυρωνικών ηρώων:

Α, κεντά τον ίππον πάλι. Ιδού τώρα πλησιάζει
τον κρημνόν, όστις του πόντου τας αβύσσους συσκιάζει.
Επισπεύδει την φυγήν του, –περιστρέφεται με τάχος,–
και από τα βλέμματά μου τον απέκρυψεν ο βράχος.
Βέβαια ο εις τοιάυτην φεύγων ώραν εσπευσμένως
δεν ευχαριστείται όταν τον παρατηρή τις ξένος,
και μισεί το φως των άστρων, υποπτεύων μήπως δείχνη
εις τους άλλους της φυγής του τα μυστηριώδη ίχνη.

Προς τη γη το όμμα κλίνει, άψυχον το προσηλόνει,
φιλοπόλεμον, λυσσώδη τον βραχίωνα υψόνει,
και χειρονομεί αγρίως, σκέπτεται ίσως τι να κάμη,
αν να επιτρέψη πρέπει ή εις τα εμπρός να δράμη,
αλλ’ ο ίππος του ο μαύρος δεν προσμένει και αφρίζει
και εκ της στεναχωρίας ολοφώνως χρεμετίζει.

Με βάση αυτό το ενδεχόμενο, προκύπτει ένα ακόμα καίριο ερώτημα: ποια θα ήταν η αφορμή για τη δημιουργία των έργων του Koekkoek και του Marinus; Οι μεγάλες διαστάσεις τους θα μπορούσαν να μαρτυρούν τη συμμετοχή σε ένα διαγωνισμό ή μια παραγγελία με κοινή θεματική. Το 1833 ένα έργο του Marinus (Sixte Quint) πέρασε στη συλλογή του Βέλγου πολιτικού Charles de Brouckère, ο οποίος την εποχή της Βέλγικης επανάστασης (1830) υποστήριζε το γαλλόφιλο κόμμα. Δεν είναι, λοιπόν, απίθανο τα δύο έργα των Marinus και Koekkoek να δημιουργήθηκαν κατά παραγγελία από μια σημαντική πολιτική προσωπικότητα που θα μπορούσε να στραφεί σε δύο γνωστούς καλλιτέχνες της περιοχής (το Βέλγιο μέχρι τότε αποτελούσε μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου των Κάτω Χωρών). Ας μην παραληφθεί το αλληγορικό μήνυμα με το οποίο είχε ταυτιστεί η μάχη Γκιαούρ-Χασάν, αυτό της επανάστασης. Βέβαια, αν τα δύο έργα δεν αποτέλεσαν κοινή παραγγελία, είναι πιθανό να λειτούργησαν ως πρότυπο-αναπαραγωγή, για κάποιον αγοραστή που είχε θαυμάσει την αρχική σύνθεση και θέλησε να αποκτήσει ένα παρεμφερές έργο από έναν εξ’ ίσου δυνατό ντόπιο καλλιτέχνη.

Σε κάθε περίπτωση, το έργο του Koekkoek είναι μοναδικό από άποψη θεματικής, αφού ο Ολλανδός ζωγράφος φημιζόταν για τις τοπιογραφίες του. Μαρτυρά, ακόμα, το ενδιαφέρον του ζωγράφου για τις σύγχρονες τάσεις, γεγονός που τον τοποθετεί στην αφρόκρεμα των Ολλανδών ζωγράφων της εποχής. Ο Koekkoek από το 1834,οπότεκαι εγκαταστάθηκε στο Cleve της Γερμανίας, απέκτησε διεθνή φήμη ως ένας από τους σπουδαιότερους τοπιογράφους της γενιάς του. Το 1835 έγινε μέλος του Βασιλικού Ινστιτούτου των Κάτω Χωρών. Δύο χρόνια αργότερα κέρδισε το Ασημένιο μετάλλιο στην έκθεση των Βρυξελλών (1837) με ένα ακόμα τοπίο του. Έπειτα, αναγορεύτηκε ιππότης του Τάγματος του Λέοντος των Κάτω Χωρών και κέρδισε το Χρυσό μετάλλιο στις Βρυξέλλες (1839). Λόγω της μεγάλης ζήτησης των έργων του και για να αποφύγει κάθε είδους αντιγραφές από το 1847 ανέπτυξε ένα αυστηρό σύστημα καταγραφής των πινάκων του και παραχωρούσε πιστοποιητικά αυθεντικότητας. Στο Cleve ίδρυσε ακαδημία και μια Kunstverein (τοπική κοινότητα για την προώθηση των τεχνών). Το 1960 το σπίτι του μετατράπηκε σε μουσείο που φιλοξενεί τα έργα του.

To 1948-50 Η Μάχη Ελλήνων και Τούρκων του Koekkoek πέρασε στα χέρια του Αλέξανδρου Ιόλα, ο οποίος το αγόρασε από αντικέρ στο Παρίσι. Ο μεγάλος συλλέκτης έργων τέχνης είχε διακρίνει στο έργο ζωγραφικές ποιότητες αντίστοιχες του Delacroix και για τον λόγο αυτό το είχε αναρτημένο πάντα στο σαλόνι του. Το έργο εκτέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων (2001-2002) στην έκθεση «180 Χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση» με τίτλο Η Μάχη στα Δερβενάκια καθώς και το 2019 για μεγάλο διάστημα στο Πολεμικό Μουσείο, ως δάνειο.

Πηγή: Οίκος Βέργος